κυλώ

κυλώ
couler

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Regardez d'autres dictionnaires:

  • κυλώ — και κυλάω βλ. κυλίω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κυλώ — κυλάω / κυλώ, κύλησα βλ. πίν. 58 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • κυλώ — άω, μέσ. κυλιέμαι και κυλιούμαι 1. κινώ κάτι ή κινούμαι περιστροφικά πάνω σε μιαν επιφάνεια ή μέσα σε κάτι (α. «χαμαί στη γης εξάπλωσε, στα αίματα κυλίστη», Ερωτόκρ. β. «τα παιδιά κυλιούνται στην άμμο») 2. κάνω κάτι να κατρακυλήσει, να κυλήσει… …   Dictionary of Greek

  • κατρακυλώ — άω 1. κυλιέμαι προς τα κάτω, κατέρχομαι γλιστρώντας ή με αλλεπάλληλες ανατροπές (α. «κατρακύλησε από τη σκάλα» β. «το αυτοκίνητο κατρακύλησε στον γκρεμό») 2. (για νερό) χύνομαι 3. κάνω κάποιον να κυλήσει γρήγορα προς τα κάτω, μετακινώ κάποιον ή… …   Dictionary of Greek

  • αιματοκυλίζω — και αιματοκυλίω και αιματοκυλώ και ματοκυλώ, ματοκυλάω, ματοκυλίζω 1. κυλώ κάποιον στο αίμα, σκοτώνω ή τραυματίζω σοβαρά 2. γίνομαι αίτιος να χυθεί αίμα, να γίνουν τραυματισμοί και φόνοι, προκαλώ αιματοχυσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αίμα + αρχ. κυλίω (νεώτ …   Dictionary of Greek

  • αλευρογυρίζω — 1. κυλώ κάτι μέσα σε αλεύρι, για να τό τηγανίσω, αλευρώνω 2. ρίχνω και κυλώ κάποιον στο χώμα 3. τριγυρίζω άσκοπα εδώ κι εκεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλεύρι + γυρίζω] …   Dictionary of Greek

  • ανακυλώ — ( άω) [μτγν. ἀνακυλίω] Ι. (μτβ.) 1. κυλώ 2. κυλώ προς τα επάνω ή προς τα πίσω ή κατ’ επανάληψη 3. ανακινώ, μετακινώ, κάνω άνω κάτω 4. αντιστρέφω, αναποδογυρίζω 5. σκάβω, ανασκάβω 6. μεταβάλλω τη φυσική θέση πραγμάτων, ανακατεύω 7. περιστρέφω,… …   Dictionary of Greek

  • κατακυλίω — (Α κατακυλίω) κυλώ κάτι προς τα κάτω, κατρακυλώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + κυλίω «κυλώ»] …   Dictionary of Greek

  • μετακυλίνδω — (Α, Μ μετακυλινδῶ, έω) κυλώ σε άλλο τόπο, μετακυλώ μσν. (μόνο το μέσ.) μετακυλινδοῡμαι, έομαι (για τον χρόνο) περνώ, παρέρχομαι («ὁ χρόνος μετακυλινδούμενος... τῆς γονιμότητος ἀφανιστικός ἐστιν», Ιω. Διάκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + κυλίνδω… …   Dictionary of Greek

  • μύρω — (ΑΜ μύρω) (συν. το μέσ.) μύρομαι α) οδύρομαι, χύνω δάκρυα, κλαίω («ἥ γε ξὺν παιδὶ καὶ ἀμφιπόλῳ εὐπέπλῳ πύργῳ ἐφεστήκει γοόωσά τε μυρομένη τε», Ομ. Ιλ.) β) (μτθ.) θρηνώ, μοιρολογώ κάποιον (μσν. αρχ.) στάζω αρχ. (για ποταμό) τρέχω, ρέω, κυλώ,… …   Dictionary of Greek

  • τσουλώ — και τσουλάω Ν 1. (μτβ.) σπρώχνω, κυλώ 2. (αμτβ.) γλιστρώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυλῶ, μέσω ενός τ. τσυλώ (με τσιτακισμό) με διατήρηση τής αρχ. προφοράς τού υ (πρβλ. ξουράφι < ξυράφι)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”